- αυτοκτονώ
- (ε) αμετ.1) кончать жизнь самоубийством; 2) обрекать себя на гибель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοκτονώ — αυτοκτονώ, αυτοκτόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αυτοκτονώ — (Α αὐτοκτονῶ, έω) [αυτοκτόνος] νεοελλ. 1. φονεύω τον εαυτό μου, τερματίζω τη ζωή μου 2. μτφ. αυτοκαταστρέφομαι αρχ. φρ. «τώ ταλαιπώρω αὐτοκτονοῡντε» σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο … Dictionary of Greek
αυτοκτονώ — ησα, σκοτώνω ο ίδιος τον εαυτό μου: Ο Α αυτοκτόνησε για οικονομικούς λόγους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγχω — ἄγχω (Α) 1. πιέζω δυνατά, σφίγγω, κυρίως τον λαιμό 2. σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου 3. στραγγαλίζω, πνίγω, απαγχονίζω 4. καταθλίβω, πιέζω, στενοχωρώ 5. μέσ. αυτοκτονώ με αγχόνη, απαγχονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιστοιχεί στο λατ. ango και σανσκρ. amhu … Dictionary of Greek
αδικοθανατεύω — πεθαίνω άδικα, πρόωρα, αυτοκτονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + θανατεύω] … Dictionary of Greek
απάγχω — ἀπάγχω (Α) 1. στραγγαλίζω, πνίγω 2. ( ομαι) αυτοκτονώ με απαγχονισμό … Dictionary of Greek
αποκαρτερώ — (AM ἀποκαρτερῶ, έω) περιμένω αρχ. αυτοκτονώ αρνούμενος να δεχθώ τροφή … Dictionary of Greek
αποτάσσω — κ. τάζω κ. ποτάζω, τάσσω (AM ἀποτάσσω, Α κ. τάττω, Μ κ. ποτάσσω) 1. αποχωρίζω 2. ( ομαι) απαρνούμαι, αποκηρύσσω («ἀπετάξω τῷ Σατανᾷ; ἀπεταξάμην») μσν. νεοελλ. αποκτώ νεοελλ. (για αξιωματικό) τιμωρώ με απόταξη αρχ. μσν. εξουσιάζω αρχ. Ι. 1. αποσπώ … Dictionary of Greek
αυτοχειριάζομαι — (αποθ.) αυτοκτονώ … Dictionary of Greek
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek
θανατώνω — (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] 1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ. β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, όομαι… … Dictionary of Greek